- ψυχαγωγός
- ο / ψυχαγωγός, -όν, ΝΜΑ(ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, ψυχοπομπόςμσν.θελκτικός, ελκυστικόςαρχ.1. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς2. αυτός που εξαπατά με απατηλές υποσχέσεις κυρίως μικρά παιδιά, προκειμένου στη συνέχεια να τά πουλήσει για δούλους3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψυχαγωγόςα) μάντης που ανακαλεί με θυσίες, εξορκισμούς και άλλα μαγικά μέσα τις ψυχές τών νεκρών, ο νεκρομάντηςβ) αυτός που προσελκύει και εξαπατά τους ζωντανούς4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) (oἱ) Ψυχαγωγοίτίτλος δράματος τού Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. δημ-αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.